Ἑλλανίκου

Ἑλλανίκου
Ἑλλᾱνίκου , Ἑλλάνικος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιγυπτιακός — ή, ό (Α αἰγυπτιακός, ή, ὸν) [Αἰγύπτιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγυπτο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αιγυπτιακά τίτλος έργων τού Ελλάνικου και άλλων …   Dictionary of Greek

  • καρνεονίκης — και δωρ. τ. καρνεονίκας, ὁ (Α) 1. επιγρ. νικητής στα Κάρνεια, στους Καρνείους αγώνες 2. στον πληθ. Καρνεονῑκαι τίτλος έργου τού Ελλανίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνεια, ονομ. εορτής (βλ. κάρνειος) + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης πυθιο νίκης] …   Dictionary of Greek

  • Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • Σκάμων — Μυτιληναίος ιστορικός συγγραφέας. Έγραψε Περί Λέσβου και Περί ευρημάτων. Λέγεται ότι ήταν πατέρας ή γιος του ιστορικού Ελλάνικου …   Dictionary of Greek

  • Τέρπανδρος — Διάσημος μουσικός από τη Λέσβο, που ίσως να έζησε στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Αυτό συμπεραίνεται από τη μαρτυρία του Λέσβιου Ελλάνικου, ότι ο Τ. πρώτος νίκησε στον μουσικό αγώνα των Κρανίων, που έγινε στη Σπάρτη γύρω στο 676 π.Χ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”